- μυριόκαρπον
- μῡριόκαρπον , μυριόκαρποςwith countless fruitmasc/fem acc sgμῡριόκαρπον , μυριόκαρποςwith countless fruitneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριόκαρπος — μυριόκαρπος, ον (Α) αυτός που παράγει αναρίθμητους καρπούς («τὰν ἄβατον θεοῡ φυλλάδα μυριόκαρπον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καρπός] … Dictionary of Greek